λαύρα

λαύρα
η
1) монастырь; лавра; 2) см. λάβρα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λαύρα" в других словарях:

  • λαύρα — λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc/acc dual λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύρᾳ — λαύρᾱͅ , λαύρα alley fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… …   Dictionary of Greek

  • λαύρα — η μοναστήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγία Λαύρα — Ιστορικό μοναστήρι της Πελοποννήσου, 4 χλμ. ΝΔ των Καλαβρύτων, συνδεδεμένο επί αιώνες με τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Μέτρο της σημασίας του αποτελούν οι αλλεπάλληλες πυρπολήσεις και καταστροφές του από το 1585 έως το 1943. Ιστορία.… …   Dictionary of Greek

  • λαύρας — λαύρᾱς , λαύρα alley fem acc pl λαύρᾱς , λαύρα alley fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύραι — λαύρᾱͅ , λαύρα alley fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύραν — λαύρᾱν , λαύρα alley fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαυρέων — λαύρα alley fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαυρῶν — λαύρα alley fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαῦραι — λαύρα alley fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»